- βασανιστής
- ο (θηλ. βασανίστρια και -στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) [βασανίζω]αυτός που βασανίζειαρχ.1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς2. ο δεσμοφύλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασανιστής — examiner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστής — ο θηλ. βασανίστρια αυτός που υποβάλλει κάποιον σε βασανιστήρια, που τον κακοποιεί: Οι βασανιστές του αθωώθηκαν μετά τη δίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Пытки — • Βασανιστής. В Афинах применялась к рабам пытка, как средство для добычи показаний, не только в том случае, когда они сами обвинялись в каком либо преступлении, но и тогда, когда предполагалось, что они могли показать против кого… … Реальный словарь классических древностей
βασανισταῖς — βασανιστής examiner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανισταί — βασανιστής examiner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστοῦ — βασανιστής examiner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστήν — βασανιστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστῶν — βασανιστής examiner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστάς — βασανιστά̱ς , βασανιστής examiner masc acc pl βασανιστά̱ς , βασανιστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РАБСТВО — • Δου̃λος, δουλοσύνή, Состояние личной неволи у греков было разнообразно как по своим причинам, так и по своим проявлениям. Так, мы встречаем во многих греческих государствах состояние неволи, соответствовавшее по своим проявлениям и… … Реальный словарь классических древностей